αρχηγετευω

αρχηγετευω
    ἀρχηγετεύω
    ἀρχ-ηγετεύω
    начальствовать, иметь власть, повелевать
    

(τῶν κάτω Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αρχηγετευω" в других словарях:

  • αρχηγετεύω — ἀρχηγετεύω (Α) [αρχηγέτης] είμαι αρχηγός, ηγεμονεύω …   Dictionary of Greek

  • ἀρχηγετεύειν — ἀρχηγετεύω to be chief leader pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχηγέτης — ο (AM ἀρχηγέτης, Α και ἀρχαγέτας [θηλ. τις, η]) 1. ο γενάρχης 2. ο αρχηγός, ο ηγέτης αρχ. 1. ο οικιστής* μιας πόλης 2. (θεός ή ήρωας) πολιούχος, προστάτης 3. (στη Σπάρτη) ο βασιλιάς 4. (στην Αθήνα) ἀρχηγέται οι δέκα επώνυμοι ήρωες 5. η πρώτη αρχή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»